- φιλολογίας
- φιλολογίᾱς , φιλολογίαlove of argumentfem acc plφιλολογίᾱς , φιλολογίαlove of argumentfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης — Διοικητική έδρα του είναι η Θεσσαλονίκη, ενώ τμήματά του λειτουργούν στη Φλώρινα, την Κοζάνη και τις Σέρρες. Συγκεκριμένα, λειτουργούν οι παρακάτω σχολές και τμήματα: 1. Θεολογική σχολή, στην οποία ανήκουν τα τμήματα θεολογίας και ποιμαντικής και … Dictionary of Greek
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα με έδρα την Αθήνα. Μετά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, δημιουργήθηκε η ανάγκη για την ίδρυση πανεπιστημίου, προκειμένου να στελεχωθεί η χώρα με επιστήμονες. Το 1835 ιδρύθηκε διδασκαλείο για να… … Dictionary of Greek
Μαστροδημήτρης, Παναγιώτης — (Μαντούδι Εύβοιας 1934 –). Φιλόλογος, πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας (1970). Σταδιοδρόμησε αρχικά ως καθηγητής σε σχολεία της μέσης εκπαίδευσης και από το … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… … Dictionary of Greek
Βιλαμόβιτς Μέλεντορφ, Ούλριχ φον- — (Ulrich von Wilamowitz Möllendorf, Μάρκοβιτς, Ποζνανία 1848 – Σαρλότενμπουργκ, Βερολίνο 1931).Γερμανός φιλόλογος. Καθηγητής στα πανεπιστήμια του Γκρέφσβαλντ (1876), του Γκέτινγκεν (1883) και του Βερολίνου (1897), υπήρξε ένας από τους μεγάλους… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Καλιτσουνάκης, Ιωάννης — (Χανιά 1878 – Βουκουρέστι 1966). Φιλόλογος και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φιλοσοφία και παιδαγωγική στην Αθήνα, στην Ιένα και στο Βερολίνο και διετέλεσε εντεταλμένος στην αρχή και αργότερα τακτικός καθηγητής των νέων ελληνικών στο Φροντιστήριο… … Dictionary of Greek
Kariophilis Mitsakis — (auch in der Transkription Kariophiles Metsakes, griechisch Καριοφίλης Μητσάκης, auch mit verkürztem Vornamen Karolos Κάρολος, * 12. Mai 1932 in Thessaloniki) ist ein griechischer Byzantinist und Neogräzist. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2… … Deutsch Wikipedia